Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναριεύω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναριεύω [anariévo] aor ανάριεψα (subj αναριέψω), ppp αναριεμένος
  • ① trans thin (down), space (out), spread (out) (syn αραιώνω, ant πυκνώνω):
    • ~ τα σκόρδα, τα κουκιά, τις λεμονιές |
    • ~ τα κλαριά thin or prune branches of trees |
    • ανάριεψε τα ρούχα να στεγνώσουν (Dimitrakos) |
    • πικρογελούσανε μέσα από τα κάτασπρα φουφουδιστά τους γένεια που τ' ανάριευε απαλά το απόγειο (Vlami) |
    • poem ποιος της ψυχής μου ανάριεψε | το τρίσβαθο σκοτάδι | με το λυχνάρι της στοργής; (Myrtiotissa)
  • ② intr become or be scattered, spread out, widely spaced:
    • εκεί ψηλά αρχίζει η εξοχή, τα σπίτια αναριεύουν |
    • τα σύννεφα ανάριευαν (Floros) |
    • poem πώς μεμιάς αναριεύει | το πλάνο μου βήμα; (FPolitis)

[der of ανάριος w. suff -εύω as syn αριεύω fr αριός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go