Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναριγώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναριγώ [anariγó] Ρ10.9α : αισθάνομαι ρίγος: Aναρίγησε το κορμί από το κρύο / φόβο.

[λόγ. ανα- ριγώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναριγώ [anariγó] (sp. also αναρριγώ) (& αναριγάω, αναριγείς & αναριγάς), ipf αναριγούσα, aor αναρίγησα (subj αναριγήσω), mi αναριγιέμαι (Myrtiotissa) (L)
  • ① shiver (syn ανατριχιάζω, ριγώ):
    • αναρίγησε το μουδιασμένο κορμί |
    • η μικρή αδελφή αναριγεί |
    • η Aδριανή αναρίγησε στο μπράτσο του αδερφού της (Myriv) |
    • τα καταβρεγμένα ρούχα του τον έκαναν ν' αναριγεί και να τρεμουλιάζει (TStefanidis) |
    • αναριγήσανε τα πλήθη, ο κόσμος όλος αναρίγησε |
    • αρκεί να πάρει το παραμικρό το φύσημα από το βουνό κι αμέσως το νοιώθεις πως αναριγάει ο τόπος όλος (Petsalis) |
    • οι Έλληνες .. αναριγήσανε σύγκορμοι και βάλανε τις φωνές |
    • Mπράβο! Zήτω ο Λούης! (id. adapted) |
    • poem είπε κι ο γέρος αναρίγησε και τους δικούς του κράζει | να ζέψουν τ' άλογά του· κλ (Homer Il 3.259 Kaz-Kakr) |
    • ξάφνου στον ύπνο ~ και λαχταρώ απ' τον πόθο | να σκαρφαλώσω στην κορφή τ' αντικρινού βουνού! (Myrtiotissa)
  • ⓐ mi αναριγιέμαι:
    • poem το χτύπο αναγνωρίζω της καρδιάς σου | κι αναριγιέμαι ολάκερη απ' τον πόθο (id.)
  • ⓑ trans cause s.o. to shiver:
    • poem παρθένα ελληνική, ..|.. ένα χάδι | σε αναριγεί την ώρα που φυσά | το φύλλωμά του (Xydis)
  • ② quiver, shake:
    • φωνάζει τόσο πολύ ο κ. Σ., που τα τζάμια αναριγούν σα να μπουμπουνίζει (Myriv)
  • ⓒ tremble (syn τρέμω, τρεμουλίζω):
    • ο νυχτερινός αέρας κάνει ν' αναριγούν οι κορφές των δέντρων (Zappas) |
    • τα κυπαρίσσια της Άγιας Σωτήρας αναριγούσανε στο χάδι μιας ανεπαίσθητης αυγερινής χλωμάδας (KPolitis) |
    • poem οι καλαμιές του Eυρώτα αναριγούνε (Panagiotop) |
    • το φύλλωμά της τώρα αναριγεί | και το κορμί της όλο και ψηλώνει (RKarthaiou)
  • ⓓ form small waves or undulations, ripple (syn σχηματίζω κυματισμούς):
    • στ' ατάραχα νερά του Mαρμαρά σα χάδι .. ακροπερνάει, απαλοτρέμει το φως τόσο αγνό, τόσο ανάλαφρο που μήτε κι αναρίγησε ο γιαλός (Petsalis) |
    • poem η θάλασσα αντίκρυ προσμένοντας αναριγούσε (Myralis) |
    • όμως το νυφικό της, ..|.. ανάλαφρο είναι τόσο, | που ριγάει καθώς της χλόης το χνούδι | στην κάθε ανατριχίλα του κορμιού (Koukoulas)
  • ③ fig be deeply moved, tremble:
    • ~ από ευλάβεια |
    • Θεέ μου, συγκίνηση· ~ και τώρα στην ανάμνηση, θέλω να κλάψω (MGialourakis) |
    • αναριγούσε η ψυχή γεμάτη τρόμο (Xefloudas) |
    • λίγο πιο πέρα βρέθηκε μπροστά στο φοίνικα· αναρίγησε η καρδιά του (Patatzis) |
    • η Eλένη ξαφνιάστηκε που τον είδε· αναριγήσανε τα φυλλοκάρδια της (Petsalis) |
    • poem στα όνειρά σου | η βάρβιτος | ν' αναριγά | η Λεσβία (Chatzigianniou)

[neol, cpd of ανα- & ριγώ, concerning the pref perh by anal. of syn MG ανατριχώ, ανατριχιώ, ανατριχιάζω (which der fr ανάτριχος ← adv ανάτριχα ← phr ανά τρίχα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go