Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπλέκω [anapléko] mi αναπλέκομαι, 3pl ipf αναπλέκουνταν
- ① weave (syn πλέκω):
- poem λιγνός θαλασσαϊτός του ανάπλεκε στεφάνια στον αγέρα (Kazantz Od 22.39)
- ② braid:
- poem και τα σγουρά του, που αναπλέκουνταν με μάλαμα κι ασήμι (Homer Il 17.52 Kaz-Kakr)
[fr MG αναπλέκω (see αναπλέκομαι in Kriaras' Lex) ← K, PatrG ← AG ἀναπλέκω]
- ① weave (syn πλέκω):