Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναξαίνω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναξαίνω [anakséno] (L) fig
  • to scratch, inflame again, rekindle, reopen (syn in αναμοχλεύω 3):
    • ~ παλιές πληγές |
    • η ξένη άποψη ακονίζει την ικανότητά τους για ενδοσκόπηση, .. αναξαίνει ένα ασύχαστο μεράκι (Theotokas)

[fr K, PatrG ἀναξαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go