Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμιγνύω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμιγνύω [anamiγnío] pres
  • only (L) (sp. also αναμειγνύω) aor ανάμιξα (& ανέμιξα), subj αναμίξω, pass αναμιγνύομαι, ipf αναμιγνυόμουν(α), 3sg αναμιγνυόταν(ε), aor αναμίχθηκα (& αναμίχτηκα), subj αναμιχθώ (& αναμιχτώ), ppp αναμιγμένος (& L αναμεμιγμένος)
  • Ⓐ act.
  • ① mix, blend (syn ανακατεύω A5c) αναμιγνύετε τη ζάχαρη με το βούτυρο:
    • διανοητική εργασία η οποία έγκειται στο να διαμορφώσει και να αναμίξει κανείς το ορθολογικό στοιχείο με την αισθητή μορφή (Mourelos) |
    • όσοι .. ήταν ικανοί για την εξουσία, την ώρα που τους δημιουργούσε ο Θεός τους ανάμιξε με χρυσάφι (Theodorakop) |
    • ανάμιξαν τόσο το κακό με το καλό .. που ο κοινός άνθρωπος, ενώ κατασπάζεται τη βία, νομίζει πως γεύεται τον καρπό της ελευθερίας (id.) |
    • poem μέσα σ' αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού | και στο άλλο .. ο έρωτας της ψυχής· | πρόσεξε μην τ' αναμίξεις (Seferis)
  • ② involve, embroil, implicate s.o. in (others' affairs, quarrel, scandal etc) (syn ανακατεύω A7, ανακατώνω A7):
    • ~ κ. στο σκάνδαλο, στο έγκλημα |
    • δεν τον ~ στα γραφόμενά μου |
    • τον ανέμιξαν στις μηχανορραφίες τους |
    • μην αναμιγνύεις την δική σου περίπτωση |
    • θ' αδικούσαμε πολύ το Pήγα, αν επιμέναμε .. να τον αναμίξουμε σε πολυδαίδαλες μηχανορραφίες (Vranousis) |
    • ας μην αναμίξουν στη διένεξη αυτό το μέγα εθνικό θέμα (Papanoutsos)
  • Ⓑ mediop
  • ③ be mixed:
    • οι Aλβανοί είχαν αναμιχθεί με σλαβικούς πληθυσμούς |
    • η μητροπολιτική Iσπανία έγινε το χωνευτήρι πολιτισμών πολύμορφων όπου αναμιγνύονται Λατινική Eυρώπη, Aφρική, Aμερική, Aσία (Papatsonis) |
    • συχνά η κλασική μουσική αναμιγνύεται με άθλια και θλιβερά ανατολίτικα άσματα (Theodorakop) |
    • στην ευγνωμοσύνη και στο θαυμασμό αναμιγνυότανε .. και κάποιο συναίσθημα ντροπής (Thrylos)
  • ④ join (syn ανακατεύομαι B2, ανακατώνομαι B2):
    • έτρεχαν ν' αναμιχθούν με το πλήθος |
    • ας αναμιχθούμε στις συζητήσεις κ' εμείς |
    • οι τελευταίοι πρόσφυγες .. αναμίχτηκαν με τους άλλους αδελφούς της ξενιτειάς (Athanasiadis-N)
  • ⑤ be involved, interfere, meddle (syn ανακατεύομαι B3, ανακατώνομαι B3,:
    • ήταν αναμεμιγμένος στην κομπίνα |
    • είχε αναμιχτεί στην πολιτική, στις πολιτικές διαμάχες |
    • η καταπληκτική αυτή ηρωίδα αναμίχθηκε ενεργά στον Aγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας (Papatsonis) |
    • να αναμιχθούμε ενεργητικά στη ζύμωση των νέων ρευμάτων, των νέων ιδεών και των νέων αξιών της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας (Sachinis) |
    • πολλοί Tραπεζούντιοι ευγενείς .. αναμιγνύονται στα εσωτερικά του πατριαρχείου (Vacalop)

[fr MG (Agathias) αναμιγνύω ← K ἀναμιγνύω, ἀναμίγνυμι ← AG ἀναμείγνυμι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go