Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμασώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμασώ [anamasó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.(λαϊκότρ.) για ζώο που μασάει δύο φορές την τροφή· μηρυκάζω. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω απόψεις, πληροφορίες κτλ. που είναι ήδη γνωστές, με τρόπο μονότονο και κουραστικό, λέω τα ίδια και τα ίδια: Aναμασούσαν χιλιοειπωμένα πράγματα, τίποτε καινούριο, τίποτε ενδιαφέρον. Στις διαλέξεις του αναμασάει αυτά που έχει γράψει παλαιότερα. Aναμασημένα λόγια.

[ενεργ. του αρχ. ἀναμασῶμαι κατά το αρχ. μασῶμαι > μσν. μασώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμασώ [anamasó] 2sg αναμασάς, ipf αναμασούσα, aor αναμάσησα, subj αναμασήσω, pass αναμασώμαι, 3pl αναμασώνται
  • ① chew the cud, ruminate (of animals) (syn αναμηρυκάζω, μηρυκάζω, αναχαράζω):
    • άλλες (αγελάδες) ξαπλωμένες νωθρά κι άλλες όρθιες αναμασούνε διαρκώς (Ouranis)
  • ② fig repeat, reiterate (syn ξαναμασώ fig):
    • αναμασούν διαρκώς τις ίδιες κοινοτοπίες |
    • αναμασούσε τα ίδια επιχειρήματα |
    • (ο υπεύθυνος) αναμάσησε τα ίδια χωρίς να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις |
    • αναμασάει ιδέες καθιερωμένες .. που κυκλοφορούν στερεότυπες από στόμα σε στόμα (Terzakis) |
    • αναμασούν τα παλιά ίσως λυμένα προβλήματα (Lambridi) |
    • αποθαρρεμένος λαός .. αναμασούσε την πίκρα του και την απελπισιά (Petsalis)

[fr MG αναμασώ (bes LMG αναμασιώ) ← PatrG, AG αναμασώμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go