Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακρούω [anakrúο] aor ανέκρουσα, mi ανακρούομαι (L)
- ① naut back, go astern (syn καλουμάρω, λάμνω ανάποδα):
- mi ανακρούομαι of sailships (syn κωλώνω) |
- phr ~ πρύμνα(ν) (L) go astern, turn tail; fig reverse o.s., retreat (syn ανακαλώ, υπαναχωρώ, υποχωρώ, μεταβάλλω στάση) |
- ο εχθρός ανέκρουσε πρύμναν
- ② mus perform, play (syn εκτελώ μουσικό τεμάχιο):
- η ορχήστρα (η μπάντα) ανακρούει (ανέκρουσε) τον εθνικόν ύμνο |
- ο ύμνος ανακρούεται από τη μουσική της φρουράς |
- η ορχήστρα ανακρούει ένα ουάν στεπ |
- poem ν' αλλάξει θέλω η λύρα μου χορδές | και μόνο αγάπης ύμνους ν' ανακρούσει (Athanas)
[fr K, PatrG ἀνακρούω ← AG]
- ① naut back, go astern (syn καλουμάρω, λάμνω ανάποδα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακρούω 1 [anakrúo] -ομαι Ρ αόρ. ανέκρουσα, απαρέμφ. ανακρούσει, παθ. αόρ. ανακρούστηκα, απαρέμφ. ανακρουστεί : (λόγ.) εκτελώ μουσικό κομμάτι, συνήθ. εμβατήριο· παίζωII3α: H φιλαρμονική ανακρούει τον εθνικό ύμνο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακρούω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακρούω 2 Ρ αόρ. ανέκρουσα, απαρέμφ. ανακρούσει : μόνο στη λόγια έκφραση ~ πρύμνα(ν)*.
[λόγ. < αρχ. ἀνακρούω]