Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακουνώ,
- βλ. ανακινώ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακουνώ [anakunó] ανακουνάς, aor ανακούνησα, mediop ανακουνιούμαι & ανακουνιέμαι, aor ανακουνήθηκα & ανακουνίστηκα, ppp ανακουνημένος & ανακουνισμένος
- ① act. move sideways, stir, shake:
- ανακούνα τον τέντζερη |
- μην ανακουνάς τα κλαριά, θα πέσουν τ' αχλάδια |
- οι ξαδέλφες τσιβίζουν χαμηλόφωνα ανακουνώντας τα κεφάλια τους (Athanasiadis-N) |
- ανακουνούσε αδιάκοπα το χέρι και φώναζε στους φρουρούς πως ήταν Έλληνας (id.) |
- το ζο ανακούνησε οκνά τ' αφτιά του (Makistos)
- ② mi ανακουνιούμαι & ανακουνιέμαι move about:
- ανακουνήθηκε στον ύπνο του κ' η γριά έσπευσε να ξεμακρύνει να μην τον ξυπνήσει (AGeorgiadis-A)
- ⓐ shake (syn L συνταράσσομαι):
- ανακουνίστηκε η γη από το σεισμό, από το τουφεκίδι
[fr MG ανακουνώ (Kriaras' Lex, s. ανακινώ) ← AG ἀνακινῶ]
- ① act. move sideways, stir, shake: