Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακλώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακλώ [anakló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. και ανέκλασα, απαρέμφ. ανακλάσει : (φυσ.) για φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή για ηχητικά κύματα που αλλάζουν διεύθυνση, που προκαλούν ανάκλαση· αντανακλώ: H σελήνη ανακλά ένα μεγάλο μέρος του φωτός που δέχεται από τον ήλιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακλῶ, αρχ. ἀνακλῶμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλώ [anakló] ανακλά, 3pl ανακλούν, ipf ανακλούσα (L)
  • ① phys refract, reflect (syn αντανακλώ):
    • τα νέφη λόγω του λευκού χρώματός των ανακλούν μεγαλύτερο ποσόν ενεργείας, ακόμη δε περισσότερο το χιόνι
  • ② fig represent, reflect:
    • το ξαναγράψιμο της σύγχρονης ιστορίας ανακλούσε τις ανησυχίες του δικτάτορα |
    • οι τιμές του Nομπέλ στον ποιητή ανακλούν και στην πατρίδα του

[fr MG ανακλώ ← K, PatrG ἀνακλῶ (-άω) ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλώμενος, -η, -ο [anaklómenos] (L)
  • ① phys being refracted, being reflected:
    • το ποσοστόν της ανακλωμένης ενεργείας εξαρτάται από το είδος και το χρώμα του υλικού στο οποίο προσπίπτει η ενέργεια
  • ② fig being represented, being reflected:
    • poem .. άριστος | ο που το έφτιαξε έτσι | ώστε η αγάπη μας ανακλώμενη στα κτίρια να γυρνά πίσω στο τερπνό υπερεγώ μας (Stringari)

[fr K ἀνακλώμενος w. different sense]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go