Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακατανέμω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατανέμω [anakatanémo] -ομαι Ρ (βλ. κατανέμω) : κατανέμω εκ νέου κτ., με βάση άλλα κριτήρια ή άλλη μέθοδο: Mε τα νέα φορολογικά μέτρα θα ανακατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα.

[λόγ. ανα- κατανέμω μτφρδ. γαλλ. redistribuer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go