Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακαταλαμβάνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακαταλαμβάνω [anakatalamváno] -ομαι Ρ (βλ. καταλαμβάνω) : καταλαμβάνω ξανά κτ. που στο μεταξύ είχα χάσει ή είχα εγκαταλείψει: Mονάδες του στρατού προσπαθούσαν μάταια να ανακαταλάβουν το οχυρό.

[λόγ. ανα- καταλαμβάνω μτφρδ. αγγλ. recapture]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαταλαμβάνω [anakatalamváno] aor ανακατέλαβα, subj ανακαταλάβω, pass ανακαταλαμβάνομαι, aor ανακαταλήφθηκα, (L)
  • reoccupy, retake (near-syn ανακτώ):
    • ~ το χαράκωμα, την πόλη |
    • ~ εχθρικό έδαφος |
    • αποπειράθηκαν να ανακαταλάβουν το ύψωμα αλλά αποδεκατίστηκαν (Varelas)
  • ⓐ reoccupy (seat, position, throne):
    • στο τρίτο κουδούνι οι θεατές βιάστηκαν να ανακαταλάβουν τις θέσεις τους |
    • οι συντάκτες της εφημερίδας ανακατάλαβαν τις προηγούμενες θέσεις τους (Athanasiadis-N) |
    • απέρριψε και νέα πρόσκληση ν' ανακαταλάβει το θρόνο του (Kanellop)

[cpd of ανα- & kath καταλαμβάνω ← K, PatrG καταλαμβάνω ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go