Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακαθίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακαθίζω [anakaθízo] Ρ2.1α μππ. ανακαθισμένος : α.βάζω κπ., που είναι ξαπλωμένος, να καθίσει με τα πόδια απλωμένα σε οριζόντια θέση: Aνακάθισα τον άρρωστο στο κρεβάτι του. β. ανακάθομαι.

[αρχ. ἀνακαθίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαθίζω [anakaθízo] ipf ανακάθιζα, aor ανακάθισα, subj ανακαθίσω, ppp ανακαθισμένος
  • ① trans make s.o. sit up (syn ανασηκώνω):
    • η μητέρα ανακαθίζει το παιδί |
    • τον ανακάθισε, τόνε φίλησε στο κούτελο (Prevelakis)
  • ② intr sit up (from a supine or relaxed position) (syn ανακάθομαι, ανασηκώνομαι):
    • ~ στο κρεβάτι, στο στρώμα, στην πολυθρόνα |
    • ήταν ανακαθισμένη στο κρεβάτι |
    • τον βοήθησε να ανακαθίσει |
    • ανακάθισε στα πόδια του |
    • poem πετάχτη απάνω κι ανακάθισε, κι αυτά τους λέει τα λόγια (Homer Il 23.235, Kaz-Kakr)
  • ③ sit (syn κάθομαι):
    • ανακάθισε στην πολυθρόνα, σταυροπόδι, κάτω από το δέντρο |
    • ανακάθισε σε μια πέτρα |
    • ανακαθίσαμε στους βράχους |
    • poem ανάρια ανάρια μετασάλεψαν και πάλε ανακαθίσαν (Kazantz Od 12.610)
  • ⓐ sit down and rest (near-syn ανακάθομαι 2):
    • ανακάθισε απάνω στη σκούνα |
    • βρήκαν την ευκαιρία κι ανακάθισαν, βολεύτηκαν, να βλέπουν και ν' ακούν (Chatzianagnostou)

[fr K (NT, pap) ← AG ἀνακαθίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go