Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθρώσκω [anaθrósko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. για τον καπνό που ανεβαίνει ψηλά, που κατευθύνεται προς τα πάνω: Ο Οδυσσέας επιθυμούσε να δει τον καπνό να αναθρώσκει από την καμινάδα του σπιτιού του. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που αρχίζει να εμφανίζεται: H ελπίδα αναθρώσκει μέσα από τη φωτιά του πολέμου.
[λόγ. < αρχ. ἀναθρώσκω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθρώσκω [anaθrósko] ipf ανέθρωσκε, no more tenses (L)
- ① rise, ascend (of smoke):
- μήτε ανέθρωσκε καπνός (Venezis) |
- τα όρνια .. τραβηγμένα κι από τη μυρουδιά που, όπου να 'ναι θ' άρχιζε ν' αναθρώσκει (Koumantareas) |
- κάθε κελλί μοιάζει με καπνοδόχο, από την οποία δεν αναθρώσκει, εννοείται, ποτέ καπνός (Potamianos)
- ② fig spring up, arise, be born, be kindled (of hope):
- ένοιωθε ν' αναθρώσκει το πνεύμα του Θεού (Panagiotop) |
- poem μια ελπίδα, | η τελευταία μας, αναθρώσκει (Skiadas) |
- φως αναθρώσκει απ' τα μαλλιά του τα χυτά (Velmyras) | .. οι πνοές των ρόδων και των κρίνων |..| προς Σένα, Kύριε, Kύριε, ορθρίζουν κι αναθρώσκουν (Toutountzakis)
[fr kath ← K, PatrG ἀναθρ ώσκω ← AG ἀναθρώσκω]
- ① rise, ascend (of smoke):