Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναδιπλώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιπλώνω [anaδiplóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : 1.συμπτύσσω κτ. και το οδηγώ σε υποχώρηση, κυρίως για στρατιωτικό σχηματισμό: ~ τις δυνάμεις μου, αναδιπλώνομαι. Ο εχθρός άρχισε να αναδιπλώνεται, να υποχωρεί. 2. (μτφ.) υποχωρώ: Οι αντίδικοί μας άρχισαν να αναδιπλώνονται και να εγκαταλείπουν τις αδιάλλακτες θέσεις τους.

[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλ(ῶ) -ώνω `διπλώνω΄ σημδ. γαλλ. replier, se replier]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιπλώνω [ana∂iplóno] ppr αναδιπλώνοντας, aor αναδίπλωσα, subj αναδιπλώσω, mediop αναδιπλώνομαι, ipf αναδιπλωνόμουν, 3sg αναδιπλώνονταν, aor αναδιπλώθηκα, subj αναδιπλωθώ
  • Ⓐ act.
  • ① fold anew, refold (syn ξαναδιπλώνω):
    • αναδίπλωσε τα χέρια στο στήθος |
    • αναδιπλώνουν τα πόδια τους |
    • έχει αναδιπλώσει το μπράτσο πίσω απ' το κεφάλι |
    • ο αέρας αναδίπλωνε τις χλαίνες τους |
    • αναδιπλώνει το σάλι της
  • ⓐ redouble, let increase:
    • ο χρόνος το βήμα του αναδιπλώνει (Vafop); intr be doubled |
    • αναδιπλώνει ο πόνος μου σίντα θυμάμαι τώρα κλ (Athanas)
  • Ⓑ pass αναδιπλώνομαι
  • ② fold o.s., enfold o.s., be folded (syn διπλώνομαι):
    • το ιμάτιο αναδιπλώνεται στη μέση, στον ώμο |
    • η γυναίκα αναδιπλώνεται στην κάπα |
    • ο δρόμος στριφογυρίζει κι αναδιπλώνεται |
    • το τοπίο αναδιπλώνεται με διαδοχικά βουνά σε τρεις ζώνες (Pallas)
  • ⓑ gramm be reduplicated:
    • συλλαβές αναδιπλώνονται
  • ③ fig hold o.s., immerse:
    • αναδιπλώθηκε στη συλλογή της |
    • ο ιππέας αναδιπλώνεται στον κόσμο του
  • ⓒ turn:
    • αναδιπλώνομαι στον εαυτό μου (syn συμμαζεύομαι, συμπτύσσομαι) |
    • το έθνος αναδιπλώθηκε στον εαυτό του
  • ⓓ be added, grow:
    • η σκέψη αναδιπλώνεται |
    • η μέριμνα αναδιπλώνεται απάνου στη μέριμνα (Panagiotop) |
    • η απελπισιά αναδιπλώνεται κι ορθώνει κεφάλι (Petsalis)

[fr LK ἀναδιπλῶ (-όω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go