Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναδιατυπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιατυπώνω [anaδiatipónο] -ομαι Ρ1 : τροποποιώ τη διατύπωση ενός κειμένου.

[λόγ. ανα- διατυπώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go