Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναδιαρθρώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιαρθρώνω [anaδiarθróno] -ομαι Ρ1 : διαρθρώνω κτ. από την αρχή, σε νέα και βελτιωμένη μορφή: Θα αναδιαρθρωθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις.

[λόγ. ανα- διαρθρώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιαρθρώνω [ana∂iarθróno] aor αναδιάρθρωσα, subj αναδιαρθρώσω (L)
  • restructure:
    • ένας προγραμματισμός δεν θα επιτύχει, αν δεν αναδιορθώσει την παρούσα μορφή της καταναλώσεως (Angelop)

[neol, fr kath αναδιαρθρώ, cpd w. διαρθρώ (-όω) 'join; describe distinctly']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go