Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναδακρυώνω· αναδακρώνω.
-
- Δακρύζω:
- μ’ έναν ομμάτι αναγελά, με τ’ άλλο αναδακρυώνει (Aπόκοπ. 267).
[<πρόθ. ανά + δακρυώνω. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Δακρύζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδακρυώνω [ana∂akrióno] aor subj αναδακρυώση, region. & lit (syn αναδακρύζω)
- :
- η Eφταλούλα δεν μπορούσε να πη τους δύο στίχους αυτούς του τραγουδιού της, δίχως ν' αναδακρυώση (Psichari) |
- poem πήρε καταδροσέρεψε ο καιρός, τα νέφη αναδακρυώνουν (Kazantz Od 21.728)
[fr LMG αναδακρυώνω, cpd w. δακρυώνω]