Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδένω [ana∂éno] aor ανάδεσα, mediop αναδένομαι, ppp αναδεμένος
- ① bind (up), tie (up):
- με τα δυο της τα χέρια μάζεψε τα μαλλιά, τα ανάδεσε και ξανακάρφωσε απάνω τους τη χτένα (Kazantz) |
- μια πλατιά ταινία ζώνει γύρω στην κόμη και αναδένεται πίσω (Karouzou) |
- η κόμη του θεού αναδένει και καταλήγει σε σγουρούς βοστρύχους στον αυχένα (Bakalakis) |
- έχει αναδεμένη την κόμη της σε "λαμπάδιον" (id.) |
- poem την αναδένει (sc τη μουτσούνα) με λουριά χοντρά στην κεφαλή, μη φύγη (Kazantz Od 12.129) |
- συντρίφτηκε η τριχιά που ανάδενε τ' άγια του πυρολίθια (ib 23.1224) |
- τα κορίτσια του Λυκομήδη αναδένουν με χρυσές ταινίες την κόμη (Panagiotop)
- ② naut ~ το πανί (or ιστίο) tie the sail to the yard:
- ~ πλοίο tie a boat to the stern of another for towing
[fr AG ἀναδῶ (-έω); cf AG, K ἀναδοῦμαι: ἀναδήσασθαι, ἀναδησάμενος (pap, 3rd c. AD)]
- ① bind (up), tie (up):