Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβοσβήνω [anavozvíno] Ρ αόρ. αναβόσβησα, απαρέμφ. αναβοσβήσει : ανάβω και σβήνω ένα φως με τρόπο ρυθμικά επαναλαμβανόμενο: Aναβόσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου.
[ανάβ(ω) -ο- + σβήνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβοσβήνω [anavozvíno] (sp. also αναβοσβύνω, s. σβήνω) usu 3 sg pres αναβοσβήνει & pl αναβοσβήνουν & (Kazantz) αναβοσβηούν, ipf αναβόσβηνα, usu 3 sg αναβόσβηνε & pl αναβόσβηναν, αναβοσβήναν & αναβοσβήνανε, prp αναβοσβήνοντας, aor αναβόσβησα, 3 sg αναβόσβησε & pl αναβοσβήσανε, subj αναβοσβή
- ① intr catch fire and go out, kindle and burn out, flicker, turn on and off (syn ανάβω και σβήνω):
- φωτιές αναβοσβήνουν (or αναβοσβήσανε) |
- πυρκαϊά αναβοσβήνει |
- ο φάρος αναβοσβήνει μακριά |
- η ασετυλίνη αναβοσβήνει |
- κλεφτοφάναρα αναβόσβηναν |
- το φως αναβόσβηνε or φώτα αναβόσβηναν |
- αυτόματο σύστημα φωτισμού που αναβοσβήνει |
- οι ρεκλάμες αναβοσβήνουν |
- κόκκινο, πράσινο, κίτρινο |
- οι μεγάλες διαφημίσεις με νέον αναβόσβηναν |
- μια φωτεινή επιγραφή αναβοσβήνει |
- εκτυφλωτικά φώτα, αναλαμπές, φωσφορισμοί αναβοσβήνουν |
- τ' άστρα πάνω τους αναβοσβήναν αδιάφορα (Chatzianagnostou) |
- τ' αποκαΐδια σπιθίζουνε μεμιάς και αναβοσβήνουνε μέσα στις στάχτες (Petsalis) |
- poem σαν αστροβλεφαρίσματα οι γενιές ν' αναβοσβηούν στον ήλιο let generations flick in sun like lightning streaks (Kazantz Od 17.922) |
- το ποτάμι αναβόσβηνε σαν άγγελος μαλαματένιος μέσ' τους ήσκιους (Ritsos)
- ② trans light and extinguish, turn (the light) on and off:
- ~ το φακό |
- σε στροφή τη νύχτα αναβοσβήνομε τα φώτα του αυτοκινήτου δύο-τρεις φορές |
- αναβοσβήνει το τσιγάρο, e.g. προτίμησε το διπλό καφέ και τα τσιγάρα που αναβόσβηνε και τα πέταγε (Alaveras)
[cpd of ανάβω σβήνω; cf ανοιγοκλείνω, τρωγοπίνω etc]
- ① intr catch fire and go out, kindle and burn out, flicker, turn on and off (syn ανάβω και σβήνω):