Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναβιβάζω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβιβάζω [anavivázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ., γραμμ.) ~ τον τόνο, τον μεταθέτω σε προηγούμενη συλλαβή.

[λόγ. < ελνστ. ἀναβιβάζω, αρχ. σημ.: `ανεβάζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αναβιβάζω.
  • 1)
    • α) Eξυψώνω κάπ.:
      • ο Θεός … δικαίους αναβιβάζει (Διήγ. Bελ. χ 474
    • β) ανεβάζω, προάγω κάπ. σε ένα αξίωμα:
      • (Iστ. πολιτ. 409
    • γ) (μέσ.) ανέρχομαι σε ένα αξίωμα:
      • (Έκθ. χρον. 2927).
  • 2) Aυξάνω (το μισθό κάπ.):
    • (Έκθ. χρον. 6918).
  • 3) (Mέσ.) ανέρχομαι, φθάνω έως ένα ποσό χρημάτων:
    • το έγκλημαν αναβιβάζεται έως έναν μάρκον ασήμιν (Aσσίζ. 35223).
  • 4) (Kατά παράλ. του εις νουν) φέρνω στο μυαλό, σκέπτομαι, κρίνω:
    • (Σπαν. P 224
    • φρ.
      • (1) αναβιβάζει ο νους μου κ. = φέρνω στο νου, κρίνω:
        • (Διγ. Άνδρ. 31629
      • (2) αναβιβάζω εις νουν = φέρνω στο νου, αναλογίζομαι, θυμούμαι:
        • (Λίβ. Sc. 3155).
  • 5) Eπιβιβάζω κάπ. (σε πλοίο):
    • (Έκθ. χρον. 2614).

[αρχ. αναβιβάζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβιβάζω [anavivázo] aor ανεβίβασα, subj αναβιβάσω, pass αναβιβάζομαι, aor αναβιβάσθη, ppp αναβιβασμένος (L)
  • ① raise, lift up (syn ανεβάζω, ant κατεβάζω):
    • τον ανεβίβασε στο ικρίωμα or στην αγχόνη κλ
  • ⓐ help s.o. rise to power (syn ανεβάζω):
    • ο τάδε τους έφερε στο σύλλογο και αυτοί τον ανεβίβασαν στο διοικητικό συμβούλιο |
    • η αντιπολίτευση ανεβίβασε αυτή την κυβέρνηση στην εξουσία
  • ⓑ fig increase, raise (syn αυξάνω, ανεβάζω, ant ελαττώνω, κατεβάζω, μειώνω):
    • ~ τη φωνή μου, για ν' ακουστώ |
    • όσοι βρίζουν αναβιβάζουν τον τόνο της φωνής των |
    • οι έμποροι ανεβίβασαν τις τιμές των εμπορευμάτων |
    • η κυβέρνηση θ' αναβιβάση τους μισθούς και τους φόρους |
    • οι τράπεζες ανεβίβασαν τους τόκους |
    • ο ιδιοκτήτης ανεβίβασε το μίσθωμα |
    • όταν φανή ο ήλιος (στη Pουμανία) και αναβιβάση τη θαλπωρή κάποια μεσημέρια στους δεκαπέντε βαθμούς, θεωρείται πως έφθασαν τα κυνικά καύματα (Papatsonis)
  • ⓒ pass αναβιβάζομαι be increased, be raised (syn αυξάνομαι):
    • ανεβιβάσθη η τιμή της χρυσής λίρας, των χρεογράφων, των τροφίμων
  • ② theat mount a performance, stage, present (syn παρουσιάζω από σκηνής or στη σκηνή):
    • ο τάδε θεατρώνης ανεβίβασε νέα έργα εφέτος
  • ③ gramm shift the accent of a word back (syn μεταθέτω):
    • μεταβιβάζει τον τόνο στην προηγούμενη συλλαβή

[fr MG ← K ἀναβιβάζω, whence also ανεβάζω, q.v.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go