Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαθμολογώ [anavaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επανεξετάζω τη βαθμολόγηση ενός κειμένου γραπτών εξετάσεων, σε περίπτωση που υπάρχει αμφισβήτηση για την ορθότητα της πρώτης βαθμολόγησης: Ορισμένα γραπτά πρέπει να αναβαθμολογηθούν.
[λόγ. ανα- βαθμολογώ]