Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάφτω [anáfto] Ρ4α : (λαϊκότρ.) ανάβω.
[μσν. ανάφτω < αρχ. ἀνάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάφτω,
- βλ. ανάπτω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάφτω s. ανάβω.