Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμφιρρέπω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιρρέπω [amfirépo] (L) ,
  • waver, vacillate, be irresolute (syn αμφιβάλλω, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι):
    • ~ μεταξύ δύο γνωμών waver (or seesaw) between two opinions |
    • οι κρίσεις κατά τον τρόπο μας κάνουν να μιλούμε για νου που είναι βέβαιος ή αμφιβάλλει, αμφιρρέπει (Tatakis)

[fr kath αμφιρρέπω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιρρέπων1 [amfirépon] ο, (L) usu pl αμφιρρέποντες οι,
  • those vacillating

[substantiv. m of αμφιρρέπων2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιρρέπων2, -ουσα, -ον [amfirépon] (L)
  • vacillating (syn αμφιταλαντευόμενος, επαμφοτερίζων):
    • ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος κ' η άκαρπη προσφορά της Kύπρου στην αμφιρρέπουσα τότε Eλλάδα προσπόρισε καινούργιες αφορμές ελπίδων (Panagiotop) |
    • θεωρήσεις του κόσμου, που, μολονότι πηγάζουν από τα δεδομένα της πάντα αμφιρρέπουσας επιστήμης, παίρνουν μεταφυσικές διαστάσεις (id.) |
    • ο Kαρυωτάκης είχε κυριαρχήσει πάνω στην ψυχή της γενιάς του της αμφιρρέπουσας (Chatzinis)

[prp of αμφιρρέπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go