Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμνηστεύω [amnistévo] -ομαι Ρ5.1 : χορηγώ αμνηστία: H πολιτεία αμνήστευσε τα αδικήματα της Kατοχής. Aμνηστεύθηκαν οι πολιτικοί κρατούμενοι.
[λόγ. αμνηστ(ία) -εύω (πρβ. αρχ. ἀμνηστῶ ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμνηστεύω [amnistévo] aor αμνήστευσα & αμνήστεψα, pass αμνηστεύομαι, ppp αμνηστευμένος,
- grant amnesty, to pardon:
- τον αμνήστευσε η κυβέρνηση the government granted him amnesty |
- βγήκε το φερμάνι πως αμνηστεύονται οι άλλοι ραγιάδες (Melas) |
- η βουλή με αρκετή πλειοψηφία αμνήστευσε τον Mαλβύ (Athanasiadis-N) |
- καταφέρνει ν' αμνηστευθεί και να προαχθεί, αλλά και ν' αποκτήσει με αθέμιτα μέσα ένα μεγάλο κτήμα (Sachinis)
[neol, der of PatrG ἄμνηστος 'forgetful' w. suff -εύω]
- grant amnesty, to pardon: