Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμεροληπτώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμεροληπτώ [ameroliptó] αμεροληπτείς, L)
  • be impartial, be evenhanded, be fair-minded (syn είμαι αμερόληπτος, κρίνω or ενεργώ αμερόληπτα, ant μεροληπτώ)

[der of μεροληπτώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερολήπτως [amerolíptos] adv (L) = αμερόληπτα
:
  • κρίνω ~ |
  • διαχειρίζεται ~ τις υποθέσεις του δημοσίου

[der of αμερόληπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go