Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυσιδώνω [alisi∂óno] ppp αλυσιδωμένος
- tie w. a chain, to chain (syn αλυσοδένω 1)
[fr MG αλυσιδώνω ← K, AG ἁλυσιδῶ (-όω)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[fr MG αλυσιδώνω ← K, AG ἁλυσιδῶ (-όω)]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |