Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλμυρίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλμυρίζω· αρμυρίζω.
  • Γίνομαι αλμυρός:
    • διά να έναι το νερόν ακίνητον, αρμύρισεν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 248r).

[αρχ. αλμυρίζω. Η λ. και ο τ. (Somav.) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμυρίζω [almirízo] &, ore freq αρμυρίζω, aor αλμύρισα & αρμυρίζω, mi αρμυρίζομαι, ppp αλμυρισμένος
  • ① trans make salty (by adding salt) (ant ξαλμυρίζω):
    • το φαΐ είναι ανάλατο, αλμύρισέ το λιγάκι |
    • poem να πιει ξανθό κρασί σαν το βενέτικο χρυσάφι, | ν' αρμυρίσει τη γλώσσα του | με τα μικρά τα λιόκαυτα ψαράκια (Zevgoli)
  • ⓐ eat salt, of animals, also mi αρμυρίζομαι:
    • τα πρόβατα αλμυρίζονται (syn αλατίζονται)
  • ⓑ feed salt to or make eat salt (syn αλατίζω 1c):
    • οι τσοπάνηδες σαλαγάνε τα γιδοπρόβατα κατά τη θάλασσα να τ' αρμυρίσουν (Petsalis-D) |
    • poem αλάτι βώλο, λες, στα χέρια του κρατάει και τ' αρμυρίζει (Kazantz Od 14.914)
  • ② intr be or become salty, be salted, have or acquire a brackish taste:
    • αλμύρισε το φαΐ |
    • το τυρί έχει πολύ αρμυρίσει |
    • οι παρθένες αλμυρίζουν, ροδίζουν (Palaiologos) |
    • σιγά σιγά το τραγούδι του αλετριού καταντάει ναυτιλιακό, αρμυρίζει, πώς να πούμε (Papatsonis)
  • ⓒ taste or eat sth salty:
    • μου αρέσει ν' αρμυρίσω
  • ⓓ feed on salt, of animals:
    • ένα κοπάδι γίδες στο Kοκκινόκαστρο αρμυρίζει στην ακτή (Palaiologos)

[fr K ἁλμυρίζω 'be salty; have a salt taste']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go