Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλλοφρονώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλλοφρονώ [alofronó] Ρ10.9α : (σπάν.) γίνομαι αλλόφρων.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοφρονῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλλοφρονώ [alοfronó] αλλοφρονείς, prp αλλοφρονώντας, aor αλλοφρόνησα, (L)
  • be or become frenzied, frantic (syn γίνομαι έξαλλος, αλλόφρων, near-syn παραφρονώ):
    • είναι ο Πυροβάτης που αλλοφρονώντας καλεί ψηλά από τα μουράγια τους αρχάγγελους της Aποκάλυψης (Kazantz) |
    • σαν τ' άκουσε η Kαλλιρρόη αυτά όλα, αλλοφρόνησε (Melas) |
    • ο εχτρός αλλοφρόνησε πια ... και όχι να χτυπήσει αντρίκεια, το φταίχτη (Panagiotop) |
    • ο ρυθμός της ζωής ολοένα επιταχύνεται ... ο χρόνος αλλοφρονεί (id.)

[fr AG ἀλλοφρονῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go