Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιθωρίζω [aliθorízo] (sp. also αλληθωρίζω) aor αλλοιθώρισα,
- be cross-eyed or cock-eyed or strabismic, to squint (syn πάσχω από στραβισμό των οφθαλμών, είμαι αλλοίθωρος, γκαβίζω, στραβίζω, στραβοθωρώ):
- αλλοιθωρίζει λιγάκι |
- από την αρρώστια μου αλλοιθώρισα και δε βλέπω καλά |
- prov που με στραβό καθίση (or όπου καθίση με or με στραβό που κοιμηθή) το πρωί αλλοιθωρίζει one acquires the bad habits of the people one associates w. |
- folks. πέρνα, πέρνα μπρος σου εγώ | και συ κοίτα, κοίτα αλλού | αλλοιθώρισες, κυρά μου |
- poem πάει, έχω αλλοιθωρίσει απ' το καρτέρι· | κι αυτός ακόμα (Sravrou Ar)
- ⓐ of the eyes, squint as a result of emotional disturbance:
- έμεινα εμβρόντητος με το ένα πόδι κρεμασμένο στον αέρα· τα μάτια μου αλλοιθώρισαν (Schinas) |
- το ζαβό του μάτι αλλοιθώριζε προς τη μεριά της τρύπας (Vasilikos) |
- αλλοιθώρισε το μάτι του he has eyes for nothing but that, he is carried away by sth |
- poem όταν τα μάτια σου αλλοιθώρισαν και στριφογυρνούσαν απλανή (Montis)
- ① fig squint, suffer visual difficulties fr starvation or for other physical reason:
- η θεια Γιωργούλα με λυπήθηκε που είχα αλλοιθωρίσει από την πείνα και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο (Karangiozis)
- ⓑ look upon w. longing, yearn:
- είναι ο ξεπεσμένος ή ο κατά φαντασίαν αριστοκράτης Έλληνας, που ολοένα αλλοιθωρίζει προς τη Δύση (Ioannou)
[der of MG αλλοίθωρος or αλλήθωρος w. suff -ίζω]
- be cross-eyed or cock-eyed or strabismic, to squint (syn πάσχω από στραβισμό των οφθαλμών, είμαι αλλοίθωρος, γκαβίζω, στραβίζω, στραβοθωρώ):