Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλοτρώγομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλοτρώγομαι [alilotróγome] Ρ αόρ. αλληλοφαγώθηκα, απαρέμφ. αλληλοφαγωθεί (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα ή για ομάδες που βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη μεταξύ τους: Είναι ντροπή να είστε αδέλφια και να αλληλοτρώγεστε. Εμείς οι Έλληνες δυστυχώς αλληλοτρωγόμαστε.

[λόγ. αλληλο- + τρώγομαι μτφρδ. γαλλ. s΄entremanger]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go