Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλληλοσυγκρούομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλληλοσυγκρούομαι [alilosiŋgrúome] Ρ αόρ. αλληλοσυγκρούστηκα, απαρέμφ. αλληλοσυγκρουστεί (συνήθ. πληθ.) : για κτ. που έρχεται σε σύγκρουση, σε αντίθεση με κτ. άλλο: Aλληλοσυγκρουόμενες απόψεις / πληροφορίες. Συμφέροντα που αλληλοσυγκρούονται.

[λόγ. αλληλο- + συγκρούομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go