Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλοβρίζομαι [alilovrízome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που το ένα βρίζει το άλλο: Aλληλοβριστήκαμε με το Γιάννη και από τότε δε μιλιόμαστε.
[λόγ. αλληλο- + βρίζομαι]