Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληλασφάλεια η [alilasfália] Ο27 : (οικον.) αμοιβαία ασφάλιση με την οποία οι ασφαλιζόμενοι είναι ταυτόχρονα ασφαλιστές μεταξύ τους, έτσι ώστε με το κοινό ταμείο συνδρομής να περιορίζονται πιθανές ζημιές.
[λόγ. αλληλ(ο)- + ασφάλεια μτφρδ. αγγλ. mutual insurance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληλασφάλεια [alilasfália] η, (L)
- mutual insurance of two or more persons, whereby each is beneficiary of the other(s):
- ~ των εφοπλιστών |
- κοινωνική ~
[cpd w. ασφάλεια]
- mutual insurance of two or more persons, whereby each is beneficiary of the other(s):



