Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλγώ [alγó] αλγείς,
- feel sorrow or grief, grieve (syn αισθάνομαι ψυχικό πόνο, υποφέρω ψυχικώς, θλίβομαι):
- όταν ο Kατιλίνας σκοτώνεται στη μάχη, αφού θριάμβεψε, η Φούρια αλγεί, όπως η Oρέλια (Thrylos) |
- poem βραδύνεις | και ~| περί πολλά (Chatzigianniou) |
- δεν άκουσες μες στη σιγή | τη μυστική ν' αχή κραυγή | της ανθρωπότητας που αλγεί; (Charvalias)
[fr K ἀλγῶ (-έω) ← AG]
- feel sorrow or grief, grieve (syn αισθάνομαι ψυχικό πόνο, υποφέρω ψυχικώς, θλίβομαι):