Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλαφραίνω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαφραίνω [alafréno] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) ελαφραίνω.

[μσν. αλαφραίνω < ελαφραίνω κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός]

[Λεξικό Κριαρά]
αλαφραίνω· αλαφρύνω· ελαφραίνω· ελαφρύνω· ’λαφραίνω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Kάνω κ. ελαφρό, ανεκτό:
        • Eλάφρυνε τα βάρη ημών (Σπαν. Va 446
      • β) ανακουφίζω:
        • (Eρωφ. A´ 38
        • του φίλου τα διατάματα … την πληγή δαμάκι αλαφραίνα (Eρωτόκρ. A´ 372).
    • 2) Kάνω κάπ. να φαίνεται «ελαφρός», ατιμάζω, καταφρονώ:
      • καταραμένος οπού ’λαφραίνει τον πατέρα του και τη μάννα του (Πεντ. Δευτ. XXVII 16).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Γίνομαι ελαφρότερος:
      • (Eρωτόκρ. B´ 1580).
    • 2) Aνακουφίζομαι:
      • οι πόνοι σου αλαφραίνου (Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 154).
    • 3) Aποσύρομαι, ελαττώνομαι:
      • αλάφρυναν τα νερά αποπάνου την ηγή (Πεντ. Γέν. VIII 11).
    • 4)
      • α) Γίνομαι «ελαφρός», παρεκτρέπομαι, ασχημονώ:
        • να ’λαφρύνει ο αδελφός σου εις τα μάτια σου (Πεντ. Δευτ. XXV 3
      • β) γίνομαι «ελαφρός», θεωρούμαι επιπόλαιος, ξεπέφτω ηθικώς:
        • (Πεντ. Γέν. XVI 4).

[<μτγν. ελαφρύνω. Oι τ. και σήμ. κοιν. ή ιδιωμ. H λ. και ο τ. ελ‑ στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφραίνω [alafréno] (sp. also αλαφρένω) (less freq ελαφραίνω & λαφραίνω) aor αλάφρυνα, ppp αλαφρυμένος
  • ① trans make sth lighter, lessen, reduce (syn αλαφρώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω, μειώνω, μετριάζω):
    • η Kυβέρνηση αλάφρυνε το φόρο
  • ⓐ relieve s.o. by reducing weight, distress, grief, pain, labor, expenses etc (syn ανακουφίζω, ξαλαφρώνω):
    • πάρε το καλάθι να μ' αλαφρύνης |
    • το γιατρικό πολύ τον αλάφρυνε |
    • πλήρωσα κ' εγώ και τον αλάφρυνα από τα πολλά έξοδα |
    • (τα "ξένια") τον αλάφραιναν (sc τον Άγγελο Bλάχο) και τον παρηγορούσαν (Palam) |
    • η στενή κοινωνική ατμοσφαίρα τριγύρω του δεν ήταν ικανή να του αλαφρύνη το περήφανο δείλιασμα (id.) |
    • (η ειρωνεία) έρχεται ν' αλαφρύνη κάπως τη βαρύτατη ... ατμόσφαιρα (Papatsonis)
  • ② intr lose weight, become lighter (syn γίνομαι αλαφρός):
    • δεν έτρωγε και κάθε μέρα λάφραινε |
    • άμα έβγαλαν τα ζώα από την κουβέρτα, αλάφρυνε το καΐκι |
    • είχα την εντύπωση πως σηκωνόμουν ψηλά κι αλάφραινα καθώς καπνός (Kovvatzis)
  • ⓑ be relieved (syn ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω):
    • ο άρρωστος αλάφρυνε σήμερα |
    • πήρα καθάρσιο κι αλάφρυνα |
    • η κατάστασή του αλάφρυνε his condition became less serious, improved |
    • ήταν σα να 'χε λαφρύνει ... η καρδιά τους (Panagiotop) |
    • poem στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε | παντού βροχή και ξύλα (Sinop)

[fr postmed αλαφρένω (-αίνω) ← αλαφρύνω (aor αλάφρυνεν) ← MG ελαφρύνω ← K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go