Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλιάζω [alalázo] Ρ2.1α μππ. αλαλιασμένος : (λαϊκότρ.) (σε φράσεις που περιέχουν κάποια υπερβολή) 1. φέρνω κπ. σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω: Tον αλάλιασε στο ξύλο, τον έδειρε τόσο πολύ που τον αποβλάκωσε, τον τρέλανε στο ξύλο. Tον αλάλιαζε ο πόνος. Mε αλάλιασε με τις φλυαρίες του. 2. παλαβώνω, τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου: Aλάλιασε από τη συμφορά και δεν ξέρει τι κάνει. || ζαλίζομαι: Aλάλιασε από την πολλή δουλειά. Kοίταζαν αλαλιασμένοι με το στόμα μισάνοιχτο.
[άλαλ(ος)γ -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλιάζω [alaljázo] aor αλάλιασα, pass αλαλιάζομαι, ppp αλαλιασμένος
- Ⓐ trans
- ① bring s.o. to a state of dizziness and unconciousness, render him incapable of perceiving happenings around him:
- τον αλάλιασες στο ξύλο you beat him unconscious |
- το χαλάζι αλαλιάζει τους πάντες (Panagiotop)
- ⓐ confuse one's mind (syn ζαλίζω, του παίρνω το μυαλό, σκοτίζω):
- το πιοτό τον αλάλιασε, δε μπορεί να μιλήση |
- μ' αλαλιάσατε με τις φωνές σας |
- εκείνο το πρόστιμο την αλάλιασε |
- ο τρόμος τούς είχε αλαλιάσει (Karagatsis) |
- poem πλήθος που απόκαμε ν' αλαλιάζεται, | και θέλει πια να υποταχτή, για ν' ανασάνη (ThFrangop)
- ② bring s.o. into confusion, perplexity, or despair (syn αποκουτιαίνω, παραζαλίζω, παλαβώνω):
- μας αλάλιασε η φτώχεια |
- τον αλάλιασε ο θάνατος της γυναίκας του |
- θ' αλαλιάσουμε τον εχθρό |
- αυτό το "αλλά" την εσάστισε, την αλάλιασε (Karagatsis)
- Ⓑ intr
- ③ be in a state of dizziness or unconsciousness, suffer greatly (syn ζαλίζομαι, σκοτίζομαι):
- πάψε πια, γιατί αλάλιασα |
- αλάλιασες από τις ξυλιές, από τις έγνοιες, από την πείνα, από την αρρώστια, το κρεβάτωμα, τον πυρετό |
- η μάνα αλάλιασεν απ' τη συμφορά (Palam) |
- αλάλιασε το μυαλό της με τούτη την είδηση (Panagiotop) |
- το μυαλό του σκοτείνιαζε, αλάλιαζε (Karagatsis)
- ④ be in a frenzy, be dumbfounded because of unexpected surprise and emotions (syn θαμπώνομαι, παλαβώνω, σαστίζω, φρενιάζω):
- αλάλιασε από τη χαρά του |
- αλάλιασε από τα πλούτια |
- folks. κάνεις τους νιους και σφάζονται, | τους γέρους κι αλαλιάζονται (in the speech of Smyrna)
[der of άλαλος w. suff -ιάζω; cf παθιάζω]