Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλίσκω (I).
-
- Συλλαμβάνω, πιάνω·
- (μεταφ.) αποδέχομαι, ασπάζομαι:
- τας διδαχάς αλίσκομεν και παρακολουθούμεν (Φυσιολ. (Legr.) 147).
- (μεταφ.) αποδέχομαι, ασπάζομαι:
[μτγν. αλίσκω (L‑S, λ. ‑ομαι)]
- Συλλαμβάνω, πιάνω·