Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροβολίζομαι [akrovolízome] Ρ2.1β : (συνήθ. στρατ.) α. παίρνω σκόρπιες και ακραίες θέσεις: Ο λόχος ακροβολίστηκε πίσω από δέντρα και θάμνους. Οι στρατιώτες ανέβαιναν την πλαγιά ακροβολισμένοι. β. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικές βολές, προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη. γ. (μτφ.) αψιμαχώ.
[λόγ. < αρχ. ἀκροβολίζομαι `ρίχνω βέλη από μακριά΄ κατά τη σημ. της λ. ακροβολισμός]