Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβολογώ [akrivoloγó] Ρ10.9α : εκφράζομαι με απόλυτη ακρίβεια, λέω ό,τι ακριβώς εννοώ, χωρίς αοριστολογίες ή περιστροφές· (πρβ. κυριολεκτώ): Tο συμβούλιο, ή για να ακριβολογήσουμε η πλειοψηφία των μελών του, αποφάσισε
[λόγ. < ελνστ. ἀκριβολογῶ (αρχ. ἀκριβολογοῦμαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβολογώ· αόρ. εκριβολόγησα.
-
- 1) Eξετάζω με ακρίβεια, με φροντίδα:
- ως τεχνίτης ακριβώς εκριβολόγησέν τας (Bέλθ. 618).
- 2) Διατυπώνω κ. με ακρίβεια:
- κἀγώ τά ακριβολογώ να τα καταλαμβάνεις (Παϊσ., Iστ. Σινά 466).
[μτγν. ακριβολογέω (αρχ. –έομαι). H λ. και σήμ.]
- 1) Eξετάζω με ακρίβεια, με φροντίδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβολογώ [akrivoloγó] ακριβολογείς, aor ακριβολόγησα
- speak, express, state accurately, precisely, lucidly (ant εκφράζομαι ασαφώς, αοριστολογώ):
- θέλομε ν' ακριβολογούμε |
- οι φιλοσοφούντες ακριβολογούν |
- για ν' ακριβολογήσω, η κατοπινή πείρα επαλήθεψε εκείνο που μάντευε η γυναικεία μου διαίσθηση (Karagatsis) |
- δεν ακριβολογείτε, όταν υποστηρίζετε ότι η μια ομορφιά πρέπει να αντικαταστήση μιαν άλλη (Tsatsos) |
- (τα σχέδια) ακριβολογούσαν αντιγράφοντας ένα τοπίο, δηλαδή "κάναν ιστορία" (Karantonis) |
- η απόδοση των όρων αυτών με το "αλαζονεία" και με το "φθόνος" δεν ακριβολογεί (Kakridis transl of Nilsson)
- ⓐ examine minutely, in detail
[fr MG ακριβολογώ (also κριβολογώ) ← K (so mi ἀκριβολογοῦμαι (pap) ← AG]
- speak, express, state accurately, precisely, lucidly (ant εκφράζομαι ασαφώς, αοριστολογώ):