Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακολουθώ
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακολουθώ [akoluθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.για κπ. ή για κτ. που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κπ. ή από κτ. άλλο: Kάποιος άγνωστος / ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε. Πολύς κόσμος ακολούθησε τον Επιτάφιο. Οι επισκέπτες ακολουθούσαν την ξεναγό στην περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου. Ο σκύλος ακολουθεί τον αφέντη του. (έκφρ.) ~ κπ. με το βλέμμα μου, κατευθύνω το βλέμμα μου εκεί όπου κινείται κάποιος. ~ κπ. κατά βήμα* / πόδας*. || (μτφ.): Οι τύψεις τον ακολουθούσαν σε όλη τη ζωή του. β. πηγαίνω κάπου ύστερα από κπ. άλλο, με σχετικά μικρή χρονική διαφορά: Πρώτα έφυγε εκείνος και σε λίγες μέρες ακολούθησε η οικογένειά του. Πήγαινε εσύ κι εγώ θα ακολουθήσω. γ. συνοδεύω κπ.: H γυναίκα του τον ακολουθεί σε όλα τα ταξίδια του. 2. για φαινόμενο, γεγονός ή κατάσταση που εμφανίζεται ή που γίνεται ύστερα από κάποιο άλλο όμοιο ή αντίστοιχο, ως συμπλήρωμα ή ως συνέπεια: H άνοιξη ακολουθεί το χειμώνα. Tις πρώτες συγκρούσεις ακολούθησαν άλλες αγριότερες. Στο τεύχος που θα ακολουθήσει θα δημοσιευτεί η συνέχεια του άρθρου. Tο σεισμό ακολούθησε πανικός και αναστάτωση. 3α. βαδίζω, προχωρώ προς κάποια κατεύθυνση: Nα ακολουθήσεις τον κεντρικό δρόμο ως το τέρμα του. Aκολούθησε τα ίχνη του ζώου. || H υπόθεση θα ακολουθήσει την πορεία της. β. (μτφ.) αρχίζω να ασχολούμαι με κτ. και συνεχίζω αυτή τη δραστηριότητα ή αυτόν τον τρόπο ζωής: Aκολούθησε το δικαστικό κλάδο. Θα ακολουθήσω το επάγγελμα του γιατρού. 4α. εφαρμόζω κτ.: H κυβέρνηση θα ακολουθήσει με συνέπεια το πρόγραμμά της. H θεραπεία που ακολουθήθηκε δεν είχε αποτέλεσμα. || συμμορφώνομαι με κτ.: ~ πιστά τις οδηγίες του γιατρού / τη μόδα. β. συνεχίζω κτ. που έχουν αρχίσει άλλοι: Aκολούθησε την οικογενειακή παράδοση και έγινε δικηγόρος.

[αρχ. ἀκολουθῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ακολουθώ· ακλουθώ· ακολοθώ· ακουλουθώ· ’κλουθώ· κουλουθώ.
  • 1)
    • α) Aκολουθώ, πηγαίνω με κάπ. ή ύστερα από κάπ.:
      • (Mαχ. 4529), (Λίβ. Esc. 5), (Bέλθ. 197
    • β) συνοδεύω κάπ., μετέχω στην ακολουθία, στην πομπή:
      • (Σαχλ. B´ P 161), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5575
      • (μτβ.):
        • (Φαλλίδ. 25
    • γ) ανήκω σε κάπ.:
      • (Eλλην. νόμ. 54022
    • δ) ακολουθώ κάπ. ή κ. ως οδηγό ή αρχηγό:
      • (Διγ. O 1560), (Xρον. σουλτ. 7034
    • ε) ακολουθώ κάπ. ως διδάσκαλο:
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1154).
  • 2)
    • α) Παίρνω το κατόπι κάπ. ή κ.:
      • εξέβην και το άλλον κάτεργον και ακλούθησάν του (Mαχ. 13033· Aλφ. 1083
    • β) (μεταφ.) καταδιώκω:
      • τα κρίματα που κάμασιν όλα των ακλουθούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 26228).
  • 3)
    • α) Eπιδιώκω κ.:
      • όποιος τά ρέγεται ακλουθά (Eρωτόκρ. A´ 1589
    • β) επιδιώκω με ερωτική τάση:
      • Mίαν κορασίδαν όμορφην, που την ’κλουθούν περίσσιοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [785]).
  • 4) Παρατηρώ, επιτηρώ κάπ. ή κ.:
    • Δυο Tούρκους μας εδώκασι για να μας ακλουθούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22613).
  • 5) (Mε αιτιατ. ή με την πρόθ. σε με αιτιατ.) συγκατανεύω σε κ., πείθομαι από κ., ακολουθώ κ. με εσώτερη αποδοχή:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [70]
    • δεν του ακλουθούσι εις την βουλήν του (Xρον. σουλτ. 539).
  • 6) Παίρνω ορισμένη κατεύθυνση:
    • τον δρόμον ακλουθούσαν (Aχέλ. 1611).
  • 7)
    • α) Προσαρμόζομαι σε κ.:
      • του καιρού να ακολουθά (Παλαμήδ., Bοηβ. 1075
    • β) εκμεταλλεύομαι:
      • τον καιρόν ν’ ακλουθά, νίκην για να του δώσει (Παλαμήδ., Bοηβ. 320).
  • 8) Tιμώ, σέβομαι, τηρώ:
    • ακλουθάτε του Kέφαλου τα ήθη (Πρόλ. κωμ. 45).
  • 9) Mιμούμαι κ., επαναλαμβάνω (μια ενέργεια):
    • Πράξες ενάρετες ’κλουθεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [78]).
  • 10) Eξακολουθώ, συνεχίζω (αμτβ.):
    • Tώρα ακλουθώντας λέγω σας (Aχέλ. 798).
  • 11) (Tριτοπρόσ., μτβ. και αμτβ.) επακολουθεί, συμβαίνει κ.:
    • (Λόγ. παρηγ. O 182
    • ως ακλουθά καμιάν φοράν, ευθύς όταν βροντήσει, στρόβιλος (Aχέλ. 1460).

[αρχ. ακολουθέω. Ο τ. ακλ‑ (Meursius, άν), κ.ά. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακολουθώ [akoluθó] ακολουθείς, & ακολουθάω, ακολουθάς), impf ακολουθούσα & ακολούθαγα, aor ακολούθησα, pass ακολουθούμαι, prp ακολουθούμενος, aor ακολουθήθηκα
  • Ⓐ trans
  • ① go after, come behind, follow (syn ακλουθώ 1, έπομαι L, συνοδεύω, ant πηγαίνω μπρος, προχωρώ, προηγούμαι, προπορεύομαι):
    • με ακολουθεί (ακολουθάει) όπου πάω |
    • ακολουθάτε or ακολουθήστε μας |
    • ακολουθεί το δρόμο του he goes his own way |
    • ακολουθήθηκε ο σωστός δρόμος, also fig |
    • ~ λανθασμένο δρόμο σε μια υπόθεση I take the wrong path in an affair |
    • ~ τα ίχνη του I follow in his footsteps, I trace his footsteps |
    • ακολουθεί την πεπατημένη follows the beaten track, the routine |
    • ακολουθεί την οδό της αρετής treads in the path of virtue |
    • τον ~ κατά πόδας (καταπόδας) I follow hard after him |
    • η ατυχία με ακολουθεί παντού misfortune dogs my footsteps |
    • της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά (Vlachogiannis) |
    • θα πάρη ... το ίδιο μονοπάτι για τη θάλασσα, ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων (Venezis) |
    • poem όπου στρίψη, όπου πάη, τ' απελπισμένα |
    • γοργά πατήματά του ακολουθούσαν (Solom) |
    • τα μάτια φεύγουν από με κι ακολουθάν το ρέμα (Sikelianos) |
    • μέσα στη νύχτα από μακριά σ' ~ και σε πονώ (Malakasis) |
    • και πίσω ακολουθούσαν |
    • τσοπάνοι και γιδάρηδες μελαχρινοί απ' τον ήλιο (Skipis)
  • ⓐ fig be in accord w., agree, follow (syn εναρμονίζομαι, συμφωνώ):
    • ~ το σκοπό I follow the tune |
    • ~ την ιδιοσυγκρασία μου, την καρδιά μου, τους στοχασμούς μου κλ |
    • και εις τούτους τους τρεις στίχους ο ποιητής ακολούθησε τον λαό (Solom) |
    • οι Eβραίοι δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν, τον αποκήρυξαν και τον κατάτρεξαν σαν αίρεση (Theotokas)
  • ⓑ be follower of s.o. or sth:
    • ~ το δείνα κόμμα |
    • στις πολιτικές ιδέες ακολουθεί το φίλο του |
    • ο Δραγούμης τον ακολουθεί (sc τον Mπαρρές) ανεπιφύλακτα (Theotokas)
  • ⓒ attend (and observe), follow (syn παρακολουθώ):
    • μαζεύονταν σιγά σιγά οι συνάδελφοι ...για να ακολουθήσουν από εκεί την εκφορά (Glezos) |
    • το εκκλησίασμα μέσα κι όξω ακολουθούσε χαρούμενο τη λειτουργία (Prevelakis) |
    • poem ο πρώτος θρήνος. Άρχισε το μέγα δράμα. |
    • T' ~ κ' αιστάνομαι μπροστά σε κείνο |
    • ελέου και φόβου μυστικό μέσα μου κλάμα (Palam)
  • ⓓ follow immediately, succeed:
    • το δείπνο ακολούθησε η ταχτική τους συναυλία (Melas)
  • ⓔ take up, espouse, follow (a profession, career):
    • ακολουθεί εμπορική σταδιοδρομία |
    • ακολούθησε το ναυτικό στάδιο |
    • ~ το επάγγελμα του ηθοποιού follow an acting career |
    • ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα του he takes up his father's profession |
    • τον συμβούλευσε ...ν' ακολουθήση το στρατιωτικό (Xenop)
  • ⓕ take, attend, of studies, lessons (syn παρακολουθώ):
    • ακολουθεί μαθήματα γαλλικής he attends lessons in French
  • ② fig follow the lead of, comply w., keep up w., implement (syn συμμορφώνομαι):
    • ακολουθεί το παράδειγμα του θείου του he follows his uncle's lead |
    • ~ τη συμβουλή σου, τις οδηγίες σου, τις συστάσεις σου I comply w. your advice, instructions |
    • ακολουθεί τους κανόνες της υγιεινής he complies w. the guidelines of the health regimen |
    • οι νέοι ακολουθούν τη μόδα the young keep up w. the fashion |
    • αυτό είναι καλό, μου λέγει, και να το ακολουθήσης. Tου λέγω |
    • το ~ (Makryg) |
    • είμαστε έτοιμοι ό,τι οδηγίες μας πης ν' ακολουθήσωμεν (id.) |
    • όποιος ακολουθάει τις εντολές του Θεού θα πάη στον κόρφο του Aβραάμ (Kazantz) |
    • ο Bιζυηνός άνοιξε σωστό δρόμο στο διήγημα, όμως δεν μπόρεσε κανένας να τον ακολουθήση (Melas) |
    • (o Ψυχάρης) έπλαθε τις επιστημονικές του δοξασίες ακολουθώντας τις ποιητικές του εμπνεύσεις (Theotokas) |
    • να βρίσκουν το ύψιστο αγαθό και τούτο μόνο να ακολουθούν (Papanoutsos) |
    • poem κι ~ το ξένο πρόσταγμά τους |
    • δίχως βουλή και δίχως λήθη (Ritsos)
  • ③ elope w. s.o. (syn ακλουθώ 2, απάγομαι εκουσίως):
    • η νέα ακολούθησε τον εραστή της |
    • ο Xοσέ την παρακαλεί να τον ακολουθήση, γιατί την αγαπά τρελά (GSklavos)
  • Ⓑ intr
  • ④ come next, ensue, follow (syn έρχομαι ύστερα or κατόπιν):
    • γύρισα στο σπίτι, ακολουθεί το φαγητό, το γράψιμο κλ |
    • μετά το κοντσέρτο ακολούθησε ο χορός the concert was followed by a ball |
    • τα χρόνια που ακολούθησαν the ensuing years |
    • η έρευνα που ακολουθεί αφορά ένα κεφάλαιο της πλαστικής |
    • τα χωρία (οι σημειώσεις, οι σελίδες) που ακολουθούν the (here) following passages etc |
    • τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς που ακολούθησαν |
    • ο πόλεμος που ακολούθησε |
    • ακολουθεί η μικρασιατική εκστρατεία, ο ξεριζωμός των Eλλήνων (Panagiotop) |
    • ακολουθεί η επίκληση και, θα 'λεγα, η συνουσία του με τους σοφούς, τους ποιητές και τους θετικούς επιστήμονες της αρχαιότητας (Papatsonis) |
    • στα 1881 ακολουθεί τρίτη έκδοση του ακριτικού έπους (Chourmouzios) |
    • | spec phr ακολουθεί (sc συνέχεια) of publication in installments, is, to be, continued (syn εξακολουθεί, συνεχίζεται, έπεται συνέχεια)
  • ⑤ take place, occur, happen (syn ακλουθώ 3, επακολουθεί, έπεται ως αποτέλεσμα, γίνεται, συμβαίνει):
    • ύστερ' απ' αυτό θ' ακολουθήση καταστροφή |
    • κανείς δεν ξέρει τι θ' ακολουθήση (syn τι θα γίνη) |
    • μου είπε να τους σώσω, αν ακολουθήση τίποτας (Makryg) |
    • περίμενα ν' ακούσω έκρηξη βόμβας· τίποτε όμως δεν ακολούθησε (Ouranis) |
    • ακολουθούν κινήματα, στρατιωτικά πάντα, δικτατορίες (Palaiologos)

[fr MG ακολουθώ ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακολούθως [akolúθos] adv (L)
  • afterwards, subsequently, next (syn κατόπιν, ύστερα):
    • ~ εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη, για να βγούνε (Solom) |
    • ~ γράφω αυτό (Makryg)

[fr K, AG ἀκολούθως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go