Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακκίζομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακκίζομαι [akízome] Ρ2.1β : συμπεριφέρομαι με επιτήδευση, κάνω νάζια, κυρίως για γυναίκα που με κάπως συγκαλυμμένη προκλητικότητα προσπαθεί να διεγείρει το ερωτικό ενδιαφέρον των ανδρών. || (επέκτ.) συμπεριφέρομαι ή εκφράζομαι φιλάρεσκα.

[λόγ. < αρχ. ἀκκίζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακκίζομαι [acízome] (L)
  • simper, act affectedly (syn κοκετάρω):
    • για να εξαλείψη από την εντύπωση τα χρόνια του, ντύνεται κομψά, ευθυμεί, χαριτολογεί, ακκίζεται, είναι έτοιμος και μωρίες ακόμη να λέγη ή να παραστένη, μόνο και μόνο για να μη δημιουργηθή η παραμικρή υποψία ότι πέρασε τον φοβερό Pουβίκωνα (Papanoutsos) |
    • δεν πρέπει να ακκίζεται κανείς, όταν γράφη κριτική (Tsatsos)

[fr AG ἀκκίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go