Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακατάργητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατάργητος -η -ο [akatárjitos] Ε5 : που δεν έχει ή που δεν μπορεί να καταργηθεί.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάργητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατάργητος, -η, -ο [akatáryitos]
  • not abolished, uncancelled (syn διατηρούμενος, ant καταργημένος):
    • ακατάργητη υπηρεσία or θέση, ακατάργητη διάταξη, ακατάργητη απαγόρευση |
    • καλύπτει ... την ακατάργητη απόστασή του από τη νεότητα με την εικονική του εγγύτητα σ' αυτήν (Theodorakop)

[fr PatrG ἀκατάργητος, cpd w. *καταργητός: καταργώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go