Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιωρώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αιωρώ [eoró] impf αιωρούσα, mediop αιωρούμαι, pprp αιωρούμενος, aor αιωρήθηκα, subj αιωρηθώ
  • Ⓐ act.
  • ① move (high) in the air, swing (syn αιωρίζω):
    • αιωρούμε τα χέρια |
    • αιωρεί τα χέρια με μεγάλη δύναμη και ταχύτητα
  • ② fig swing:
    • poem και η άνοιξη αιωρούσε τα όνειρα στα φλεγόμενα φτερά του μελισσουργού (Kaftantzis)
  • Ⓑ mediop αιωρούμαι
  • ③ float or move in the air, sway to and fro, swing (syn κρέμομαι or κουνιέμαι or ταλαντεύομαι στον αέρα, είμαι μετέωρος):
    • το δεξί χέρι αιωρείται πίσω και μπροστά (Tsiantas) |
    • (το φυλλαράκι) αιωρήθηκε ήσυχα μέσα στο φως (KPolitis) |
    • τα έντυπα αιωρούνται στο περίπτερο |
    • (καντήλια) αιωρούνται διαρκώς, κρεμασμένα πάνω απ' το κεφάλι σου (KStergiop) |
    • το σακκάκι αιωρείται κρεμασμένο σ' ένα καρφί (Glezos) |
    • (το βασανιζόμενο) τον άφιναν κρεμασμένο να αιωρήται (AVlachos) |
    • το σώμα του έχει χαθή κάτω από τα άμφια, είναι άυλο και φαίνεται να αιωρήται μάλλον παρά να πατάη στη γη (Michelis) |
    • η ανθρώπινη σκέψη ... έχει από φυσικό της την τάση να αιωρήται σαν το εκκρεμές (Papanoutsos) |
    • (ο ανθρώπινος στοχασμός) σαν εκκρεμές αιωρείται από τη θέση προς την άρνηση με απίστευτη ευκολία (id.) |
    • έφηβοι ... αιωρούνται ανάμεσα σε βαθιά σοβαρότητα και ηδυπάθεια (Kanellop) |
    • poem από αόρατες κληματαριές αιωρούνται δημιουργοί |
    • ανάμεσα στα κωνοφόρα (Decavalles) |
    • εδώ τελειώνει ό,τι μπόρεσε ο άνθρωπος να δώση, |
    • το σήμερα αιωρείται πάντα στο διάκενο (Christofi)
  • ⓐ be left dangling, teeter:
    • το ερώτημα αιωρείται πάντα χωρίς απάντηση από πάνω της (Melas) |
    • το σύνολο αιωρείται μεταξύ χρονικού, δημοσιογραφικής έρευνας και φιλολογικής σελίδας (id.) |
    • το σύστημά του ... αιωρείται δίχως λογικά ερείσματα στον αέρα (Theodorakop) his (philosophical) system ... is dangling in the air without logical support |
    • η κρίση αιωρείται επί ξηρού ακμής the crisis teeters on the razor's edge
  • ④ be perplexed, be at a loss or in indecision (syn αμφιταλαντεύομαι, είμαι αμφίρροπος or αναποφάσιστος):
    • αναγκάζει το στοχασμό να αιωρήται ανάμεσα σε δύο λύσεις, τη ρεαλιστική και την ιδεαλιστική (Papanoutsos)

[fr K αἰωρῶ, αἰωροῦμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go