Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιτούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτούμαι [etúme] Ρ10.9β : (λόγ.) ζητώ κτ. για τον εαυτό μου.

[λόγ. < αρχ. αἰτοῦμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτούμαι [etúme] αιτείσαι, L) rare
  • request, ask, apply for, ask by petition:
    • ~ τη βοήθειά σας, την ψήφο σας |
    • ~ συγγνώμη beg pardon

[fr K αἰτοῦμαι, mi of αἰτῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go