Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αισιοδοξώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισιοδοξώ [esioδoksó] Ρ10.9α : έχω αισιοδοξία1, είμαι αισιόδοξος: Aισιοδοξεί παρά τις ατυχίες του. ~ για τα αποτελέσματα / για το μέλλον. Aισιοδοξεί ότι όλα θα πάνε καλά.

[λόγ. αισιόδοξ(ος) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισιοδοξώ [esio∂oksó] αισιοδοξείς,
  • only pr & impf, be optimistic, be an optimist, look on the bright side (syn είμαι αισιόδοξος, έχω αισιοδοξία):
    • ~ για κάτι (e.g. για τ' αποτελέσματα, για το μέλλον) |
    • εμψύχωνε, έκανε τον καθένα ... να ελπίζη, να αισιοδοξή (Xenop) |
    • ας αισιοδοξούμε και ας δούμε ποια βοήθεια μπορούμε να δώσωμε στο ελληνικό κοινό (Loucatos) |
    • στο κάθε παιδί υπάρχει ένα κομμάτι από την αιώνια ουσία της θεότητας και αισιοδοξεί, δεν απογοητεύεται, προχωρεί με θάρρος να εκτελέση την αποστολή του (Papanoutsos)

[der of αισιόδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go