Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αινώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αινώ [enó] (L)
  • praise, laud:
    • αφού πετάξη εδώ κ' εκεί με τ' αγγελικά φτερά και προσπαθήση να αινέση τον Kύριο ..., αρχίζει να πλήττη (Ouranis) |
    • poem θα ψάλω ό,τι ο αίνος |
    • και το ελεγείο |
    • αινούν (Mavreas) |
    • μικρό είμ' αηδόνι, |
    • μα ξέρω να σ' ~ και να σου τάζω (id.)

[fr AG, K αἰνῶ 'praise']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go