Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιμορραγώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμορραγώ [emoraγó] Ρ10.9α : 1.παθαίνω αιμορραγία: Aιμορραγεί η πληγή / το τραύμα, προκαλεί αιμορραγία. Aιμορραγεί κάποιος (για πρόσ. ή ζώο), χάνει αίμα εξαιτίας αιμορραγίας. 2. (μτφ.) υφίσταμαι πολύ μεγάλη απώλεια σχετικά με κτ.: H χώρα αιμορραγεί εξαιτίας της μετανάστευσης.

[λόγ.: 1: αρχ. αἱμορραγῶ· 2: κατά τη σημ. της λ. αιμορραγία2]

[Λεξικό Κριαρά]
αιμορραγώ.
  • Pέω (με υποκ. κατά βιασμό το ουσ. αίμα):
    • αιμορράγησεν το αίμα (Eρμον. M 87).

[αρχ. αιμορραγέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμορραγώ [emoraγó] αιμορραγείς, impf αιμορραγούσα
  • bleed (syn αιμορροώ):
    • (βλέπουμε) τις φλέβες της νέας γενεάς να αιμορραγούν από αδελφοκτονία (Theodorakop) |
    • poem ... (οι κεραυνοί) με φώτιζαν κ' έγραφα. Αιμορραγούσα καθώς |
    • τ' αρνί το σφαγμένο, στο τραπέζι που έραβε |
    • ή σιδέρωνε η γυναίκα μου (Vrettakos)
  • ⓐ fig be of grave consequences:
    • (πρέπει) να καταλάβουν ότι εδώ υπάρχει μια βαθιά και ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί επικίνδυνα, ένα πρόβλημα σοβαρό και οξύ, πρόβλημα ζωής ή θανάτου (Papanoutsos)

[fr MG ← K, AG αἱμορραγῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go