Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αιματοκυλίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματοκυλίζω [ematokilízo] -ομαι Ρ2.1 & αιματοκυλώ [ematokiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : προκαλώ αιματοχυσία: Aιματοκύλισε τη χώρα για να κρατήσει την εξουσία. Δυο φορές αιματοκυλίστηκε η ανθρωπότητα στα πρώτα πενήντα χρόνια του αιώνα μας.

[μσν. αιματοκυλώ < αιματο- + κυλώ και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αιματοκυλησ-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματοκυλίζω s. αιματοκυλώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go