Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αερολογώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αερολογώ [aeroloγó] Ρ10.9α : λέω αερολογίες, λόγια του αέρα· φλυαρώ άσκοπα.

[λόγ. αερολόγ(ος < αερο- + -λόγος) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερολογώ [aeroloγó]
  • talk nonsense, trifle (syn αεροκοπανίζω 2):
    • ~ σ' ένα θέμα cant about sth |
    • αερολογούσαν, όταν έβγαιναν κάπως από τον εμπειρισμό τους (Ouranis) |
    • καλά ν' αερολογούν οι αναρμόδιοι (Thrylos) |
    • θα πρέπη ..., αν δε θέλουμε να αερολογούμε, να ορίσουμε με ακρίβεια το αντικείμενο που θα μελετήσουμε (Moustoxydis) |
    • poem αερολογείς. T' άκουσα εγώ απ' ανθρώπους | που ξέρουν (Stavrou Ar)

[der of αερολόγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go