Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροκοπανίζω [aerokopanízo] (& αεροκοπανώ)
- ① work to no avail, beat the air (syn κοπανίζω αέρα [s. αέρας 1a], κοπιάζω άσκοπα, L ματαιοπονώ)
- ② babble, drivel, blab (syn αερολογώ, λέω λόγια του αέρα, φαφλατίζω, φλυαρώ):
- στιχοπλόκος που αεροκοπανίζει και απλώς ωραιολογεί |
- poem αεροκοπανίζανε | πλάι στα λουλουδάδικα (Stavrou Ar)
[cpd fr the phr αέρα κοπανίζω or κοπανώ (s. αέρας 1a); cf AG ἀέρα δέρειν]